συναθλώ

συναθλώ
συναθλῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
μέσ. συναθλούμαι, -έομαι
αθλούμαι μαζί με άλλον
μσν.-αρχ.
μετέχω στον ίδιο αγώνα με κάποιον, συναγωνίζομαι («μιᾷ ψυχῇ συναθλοῡντες τῇ πίστει τοῡ Εὐαγγελίου», ΚΔ)
αρχ.
παθ. εντυπώνομαι κάτι με πρακτική άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀθλῶ (< ἆθλος «αγώνας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναθλῶ — συναθλέω with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συναθλέω with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνᾱθλῶ , συναθλέω with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνᾱθλῶ , συναθλέω with pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάθλησις — ήσεως, ἡ, Α [συναθλῶ] κοινή άθληση …   Dictionary of Greek

  • συναθλητής — ο, ΝΜΑ [συναθλῶ, οῡμαι] αυτός που αγωνίζεται μαζί με άλλον, συναγωνιστής νεοελλ. αθλητής που μετέχει μαζί με άλλον ή άλλους στο ίδιο αγώνισμα ή στην ίδια ομάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”