- συναθλώ
- συναθλῶ, -έω, ΝΜΑνεοελλ.μέσ. συναθλούμαι, -έομαιαθλούμαι μαζί με άλλονμσν.-αρχ.μετέχω στον ίδιο αγώνα με κάποιον, συναγωνίζομαι («μιᾷ ψυχῇ συναθλοῡντες τῇ πίστει τοῡ Εὐαγγελίου», ΚΔ)αρχ.παθ. εντυπώνομαι κάτι με πρακτική άσκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀθλῶ (< ἆθλος «αγώνας»].
Dictionary of Greek. 2013.